ἀφοριστική

ἀφοριστική
ἀφοριστικός
delimiting
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀφοριστικῇ — ἀφοριστικός delimiting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σούτρα — και σούτα, η, Ν θρησκειολ. 1. όρος που στον ινδουισμό δηλώνει μια σύντομη αφοριστική σύνθεση 2. όρος που στον βουδισμό δηλώνει μια περισσότερο εκτεταμένη έκθεση, τη βασική μορφή τών γραφών, τόσο τής σχολής Θεραβάντα, όσο και τής παράδοσης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”